Τα δύο τελευταία χρόνια όλοι οι Έλληνες παρακολουθήσαμε, από τηλεοράσεως, τόσα σεμινάρια για τη δημόσια οικονομία, που δικαιούμαστε τίτλους σπουδών. Έχουμε δει εκατοντάδες οικονομολόγους να περνοδιαβαίνουν από όλα τα κανάλια και να διατυπώνουν τις εκτιμήσεις τους. Έχουμε ακούσει άλλους τόσους να διαλέγονται στα ραδιόφωνα και να επισημαίνουν όλα εκείνα που γίνανε λάθος. Έχουμε ακούσει εκατοντάδες φορές την προφητική επισήμανση «εγώ τα έλεγα αλλά δεν με ακούγανε».
Το κακό είναι ότι η οικονομία δεν είναι ιατρική. Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο φάρμακο, με συγκεκριμένη δραστική ουσία που αποδεδειγμένα όταν το πάρει ο ασθενής θα δει αποτέλεσμα. Η οικονομία είναι διατύπωση θεωριών που για να δεις το αποτέλεσμα δεν επαρκεί η εφαρμογή τους. Αφενός μεν υπάρχουν εκατοντάδες αντικρουόμενες επιστημονικές παράμετροι και αφετέρου ο ασθενής δεν είναι ένας. Δεν είναι υπάκουος. Δεν είναι δεκτικός της συμμετοχής του στη θεραπεία. Πιστεύει ότι μπορεί να αυτόεξαιρείται. Υπόκειται δηλαδή στην πλάνη ότι θα το κάνουν όλοι οι άλλοι και ας βρίσκεται σε κίνδυνο. Εδώ, ο κίνδυνος δεν είναι άμεσα προσωπικός. Δεν είναι το δίλημμα «κόψε το τσιγάρο γιατί θα πεθάνεις» που είναι απόλυτα προσωπικό. Που δεν ωφελεί σε τίποτα αν το κόψει ο γείτονας του πάσχοντα από αρτηριακή σκλήρυνση.
Η οικονομία είναι, ακόμα, μια επιστήμη με εκατοντάδες προσεγγίσεις του ίδιου θέματος, με διαφορετικές όμως μεθόδους. Το θέμα είναι ότι ενώ η ιατρική, για παράδειγμα, εφαρμόζεται πανομοιότυπα από όλους όσους την διακονούν, η οικονομία προσεγγίζεται ανάλογα με το πολιτικό χρώμα του εκφραστή της. Όλοι οι γιατροί του κόσμου, από τους δογματικούς κομμουνιστές μέχρι του πιο ακραίους φασίστες για μια συγκεκριμένη νόσο θα δώσουν το ίδιο σκεύασμα ή την ίδια δραστική ουσία. Οι οικονομολόγοι, αντίθετα, συστήνουν συνταγές και φάρμακα υπηρετώντας τις κομματικές τους ταυτότητες, ή στην καλύτερη περίπτωση την ιδεοπολιτική τους φιλοσοφία.
Έχουμε, λοιπόν, μια χώρα, την Ελλάδα, βαριά άρρωστη και τόσες απόψεις θεραπευτών, όσα είναι και τα πολιτικά κόμματα που διεκδικούν τη σωτηρία της.
Ανεξάρτητα, όμως, από όλες τις θεραπείες που προτείνουν οι θεράποντες οικονομολόγοι, υπάρχουν κάποιες παραδοχές που πρέπει να είναι κατανοητές και συνειδητοποιήσιμες από κάθε Έλληνα και Ελληνίδα.
Η χώρα έζησε τα τελευταία τριάντα, τουλάχιστον, χρόνια με χρήματα που δεν παρήγε αλλά που δανειζόντανε. Αυτή είναι και η αιτία του σημερινού μας αδιεξόδου, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Αναγκαστήκαμε, λοιπόν, να υπογράψουμε, σαν χώρα, μια επαχθή δανειακή σύμβαση, η οποία μας έφερε τριάντα χρόνια πίσω. Καταφέραμε, όμως, να διαγράψουμε ένα τεράστιο ποσό από τις οφειλές μας και καλούμαστε να διαχειριστούμε αυτό που έμεινε. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται θυσίες και την τήρηση των υποχρεώσεων που αναλάβαμε. Κάτι τέτοιο είναι το ίδιο δύσκολο να το κατανοήσουμε με το να το αποδεχτούμε σαν τη μοναδική λύση για την επιβίωσή μας. Το μυαλό όλων μας δεν μπορεί να το χωρέσει ότι «στα καλά καθούμενα» έχει αλλάξει η ζωή μας άρδην.
Δυστυχώς, είναι πολύ εύκολο να αναπέμπουμε αναθέματα κατά των δανειστών μας και να χαϊδεύουμε τ’ αυτιά των πολιτών με ανεύθυνους λεονταρισμούς περί μονομερούς διαγραφής του χρέους. Το μόνο που επιτυγχάνουν, αυτοί που το κάνουν, είναι η δημιουργία μιας ψεύτικης προσδοκίας και συνιστά συνειδητή εξαπάτηση του λαού.
Πρέπει η κυβέρνηση που θα προκύψει στις 7 Μαΐου να διαχειριστεί υπεύθυνα τις υποχρεώσεις της χώρας έναντι των δανειστών της για να μπορέσουμε, έτσι, να εξασφαλίσουμε, αν μη τι άλλο, μια μεγαλύτερη ανοχή διαπραγμάτευσης. Οι ελπίδες μας εναποθέτονται σε μια ποιο ανεκτική και αλληλέγγυα Ευρώπη, με τις διαφαινόμενες πολιτικές αλλαγές τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες ηγετικές ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Αν, παρ’ ελπίδα, επικρατήσουν οι ανεύθυνες φωνές του αριστερού και δεξιού λαϊκισμού, η χώρα κινδυνεύει να οδηγηθεί σε πολύ επικίνδυνες περιπέτειες.
Πρέπει ακόμα να αναλογισθούμε. Υπάρχουν, άραγε, ανθέλληνες πολιτικοί αρχηγοί που επιδιώκουν βλαπτικές για τη χώρα εξελίξεις; Προδότες δηλαδή της χώρας τους προς όφελος ξένων συμφερόντων; Προσωπικά πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανείς. Μια τέτοια παραδοχή, μας οδηγεί στο ερώτημα, αν οι φερόμενοι ως σωτήρες της Ελλάδας Τσίπρας και Καμένος (εξαιρώ το ΚΚΕ ως αυθεντικά αντίθετο) είναι εμπειρότεροι από τους Βενιζέλο, Σαμαρά, Κουβέλη, Μπακογιάννη και Μάνο που επιλέγουν τη δυσάρεστη και με πολιτικό κόστος πληρωμή των υποχρεώσεών μας. Επιστροφή των δανεικών, δηλαδή, που επί δεκαετίες ζητούσαμε και παίρναμε.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε υπεύθυνους πολιτικούς (καλούς - κακούς - στραβούς και ανάποδους) και ανεύθυνους λαϊκιστές.
Του υποψήφιου βουλευτή Κορινθίας Χρήστου Γκιλίτση
Το κακό είναι ότι η οικονομία δεν είναι ιατρική. Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο φάρμακο, με συγκεκριμένη δραστική ουσία που αποδεδειγμένα όταν το πάρει ο ασθενής θα δει αποτέλεσμα. Η οικονομία είναι διατύπωση θεωριών που για να δεις το αποτέλεσμα δεν επαρκεί η εφαρμογή τους. Αφενός μεν υπάρχουν εκατοντάδες αντικρουόμενες επιστημονικές παράμετροι και αφετέρου ο ασθενής δεν είναι ένας. Δεν είναι υπάκουος. Δεν είναι δεκτικός της συμμετοχής του στη θεραπεία. Πιστεύει ότι μπορεί να αυτόεξαιρείται. Υπόκειται δηλαδή στην πλάνη ότι θα το κάνουν όλοι οι άλλοι και ας βρίσκεται σε κίνδυνο. Εδώ, ο κίνδυνος δεν είναι άμεσα προσωπικός. Δεν είναι το δίλημμα «κόψε το τσιγάρο γιατί θα πεθάνεις» που είναι απόλυτα προσωπικό. Που δεν ωφελεί σε τίποτα αν το κόψει ο γείτονας του πάσχοντα από αρτηριακή σκλήρυνση.
Η οικονομία είναι, ακόμα, μια επιστήμη με εκατοντάδες προσεγγίσεις του ίδιου θέματος, με διαφορετικές όμως μεθόδους. Το θέμα είναι ότι ενώ η ιατρική, για παράδειγμα, εφαρμόζεται πανομοιότυπα από όλους όσους την διακονούν, η οικονομία προσεγγίζεται ανάλογα με το πολιτικό χρώμα του εκφραστή της. Όλοι οι γιατροί του κόσμου, από τους δογματικούς κομμουνιστές μέχρι του πιο ακραίους φασίστες για μια συγκεκριμένη νόσο θα δώσουν το ίδιο σκεύασμα ή την ίδια δραστική ουσία. Οι οικονομολόγοι, αντίθετα, συστήνουν συνταγές και φάρμακα υπηρετώντας τις κομματικές τους ταυτότητες, ή στην καλύτερη περίπτωση την ιδεοπολιτική τους φιλοσοφία.
Έχουμε, λοιπόν, μια χώρα, την Ελλάδα, βαριά άρρωστη και τόσες απόψεις θεραπευτών, όσα είναι και τα πολιτικά κόμματα που διεκδικούν τη σωτηρία της.
Ανεξάρτητα, όμως, από όλες τις θεραπείες που προτείνουν οι θεράποντες οικονομολόγοι, υπάρχουν κάποιες παραδοχές που πρέπει να είναι κατανοητές και συνειδητοποιήσιμες από κάθε Έλληνα και Ελληνίδα.
Η χώρα έζησε τα τελευταία τριάντα, τουλάχιστον, χρόνια με χρήματα που δεν παρήγε αλλά που δανειζόντανε. Αυτή είναι και η αιτία του σημερινού μας αδιεξόδου, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Αναγκαστήκαμε, λοιπόν, να υπογράψουμε, σαν χώρα, μια επαχθή δανειακή σύμβαση, η οποία μας έφερε τριάντα χρόνια πίσω. Καταφέραμε, όμως, να διαγράψουμε ένα τεράστιο ποσό από τις οφειλές μας και καλούμαστε να διαχειριστούμε αυτό που έμεινε. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται θυσίες και την τήρηση των υποχρεώσεων που αναλάβαμε. Κάτι τέτοιο είναι το ίδιο δύσκολο να το κατανοήσουμε με το να το αποδεχτούμε σαν τη μοναδική λύση για την επιβίωσή μας. Το μυαλό όλων μας δεν μπορεί να το χωρέσει ότι «στα καλά καθούμενα» έχει αλλάξει η ζωή μας άρδην.
Δυστυχώς, είναι πολύ εύκολο να αναπέμπουμε αναθέματα κατά των δανειστών μας και να χαϊδεύουμε τ’ αυτιά των πολιτών με ανεύθυνους λεονταρισμούς περί μονομερούς διαγραφής του χρέους. Το μόνο που επιτυγχάνουν, αυτοί που το κάνουν, είναι η δημιουργία μιας ψεύτικης προσδοκίας και συνιστά συνειδητή εξαπάτηση του λαού.
Πρέπει η κυβέρνηση που θα προκύψει στις 7 Μαΐου να διαχειριστεί υπεύθυνα τις υποχρεώσεις της χώρας έναντι των δανειστών της για να μπορέσουμε, έτσι, να εξασφαλίσουμε, αν μη τι άλλο, μια μεγαλύτερη ανοχή διαπραγμάτευσης. Οι ελπίδες μας εναποθέτονται σε μια ποιο ανεκτική και αλληλέγγυα Ευρώπη, με τις διαφαινόμενες πολιτικές αλλαγές τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες ηγετικές ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Αν, παρ’ ελπίδα, επικρατήσουν οι ανεύθυνες φωνές του αριστερού και δεξιού λαϊκισμού, η χώρα κινδυνεύει να οδηγηθεί σε πολύ επικίνδυνες περιπέτειες.
Πρέπει ακόμα να αναλογισθούμε. Υπάρχουν, άραγε, ανθέλληνες πολιτικοί αρχηγοί που επιδιώκουν βλαπτικές για τη χώρα εξελίξεις; Προδότες δηλαδή της χώρας τους προς όφελος ξένων συμφερόντων; Προσωπικά πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανείς. Μια τέτοια παραδοχή, μας οδηγεί στο ερώτημα, αν οι φερόμενοι ως σωτήρες της Ελλάδας Τσίπρας και Καμένος (εξαιρώ το ΚΚΕ ως αυθεντικά αντίθετο) είναι εμπειρότεροι από τους Βενιζέλο, Σαμαρά, Κουβέλη, Μπακογιάννη και Μάνο που επιλέγουν τη δυσάρεστη και με πολιτικό κόστος πληρωμή των υποχρεώσεών μας. Επιστροφή των δανεικών, δηλαδή, που επί δεκαετίες ζητούσαμε και παίρναμε.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε υπεύθυνους πολιτικούς (καλούς - κακούς - στραβούς και ανάποδους) και ανεύθυνους λαϊκιστές.
Του υποψήφιου βουλευτή Κορινθίας Χρήστου Γκιλίτση
