Επιστήμονες ανέπτυξαν μοντέλο οφθαλμολογικών εξετάσεων για τον εντοπισμό της πάθησης.
Ένας συνδυασμός από οφθαλμολογικές εξετάσεις που αναλύουν τις κινήσεις των ματιών, θα μπορούν να οδηγήσουν στον εντοπισμό των ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Biological Psychiatry.
Προηγούμενη μελέτη από ερευνητές στο
Binghamton University ανέφερε τουλάχιστον τρεις παρόμοιες μεθόδους ανάλυσης κίνησης των ματιών για τη διάγνωση της σχιζοφρένειας. Έπειτα, όμως, από παραμετροποίηση των μεθόδων οι ειδικοί ερευνητές κατέληξαν σε ένα τελικό μοντέλο, το οποίο αποδείχτηκε ότι ήταν 98,3% ακριβές στα πειράματα διάκρισης των περιπτώσεων σχιζοφρένειας, σε τυχαίο δείγμα πληθυσμού.
Οι συντάκτες της μελέτης Benson και Clair εξηγούν:
«Είναι γνωστό εδώ και πάνω από εκατό χρόνια ότι τα άτομα με ψυχωσικές νόσους παρουσιάζουν μια ποικιλία ανωμαλιών στην κίνηση του ματιού. Ωστόσο, μέχρι τη μελέτη μας- χρησιμοποιώντας μία νέα σειρά δοκιμασιών- κανείς δεν είχε σκεφτεί ότι αυτές οι ανωμαλίες στην κίνηση του ματιού θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιθανοί κλινικοί διαγνωστικοί βιοδείκτες».
Η σειρά των οφθαλμολογικών τεστ περιλαμβάνει έλεγχο του βλέμματος σε σταθερό στόχο, σε κινούμενο στόχο και σε
συνδυασμό των δύο. Τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν περιορισμένη ικανότητα να ακολουθούν βραδυκίνητα αντικείμενα σταθερά με τα μάτια τους. Η κίνηση των ματιών δεν συμβαδίζει με την τροχιά του κινούμενου αντικειμένου. Επιβραδύνει πίσω από αυτό, αλλά στη συνέχεια, με μια ταχεία κίνηση των ματιών, προσπαθεί να το «πιάσει».
Αυτό ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια της δοκιμής σε κινούμενο στόχο, όπου μια κινούμενη εικόνα παρουσιάστηκε στους συμμετέχοντες. Τα άτομα με σχιζοφρένεια εμφάνισαν ανώμαλες οπτικές αντιδράσεις στην προσπάθειά τους
να ακολουθήσουν το αντικείμενο με το βλέμμα τους, σε σύγκριση με τα υγιή άτομα.
Στη δεύτερη δοκιμή οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να κρατήσουν σταθερό βλέμμα σε ένα σταθερό αντικείμενο, κάτι που, όπως αποδείχτηκε, ήταν δύσκολο για τους ανθρώπους που έπασχαν από σχιζοφρένεια.
Μετά τα συμπεράσματα των δοκιμών, οι εμπειρογνώμονες χρησιμοποίησαν πολλές τεχνικές για να διαμορφώσουν το
τελικό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιώντας αλγόριθμους πέτυχαν να συνδυάσουν όλες τις εξετάσεις σε ένα συνδυαστικό οφθαλμολογικό τεστ που δίνει ακρίβεια 98,3%.
Οι συντάκτες της μελέτης σχολίασαν: «Είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε πόσο υψηλή ευαισθησία παρουσιάζει το μοντέλο
αυτό στη διάγνωση της σχιζοφρένειας. Θα είναι, επίσης, ενδιαφέρον να ερευνητές να διακρίνουν τους ανθρώπους με σχιζοφρένεια, από τους ανθρώπους που παρουσιάζουν άλλες ψυχιατρικές διαταραχές».
Και κατέληξαν: «Έχουμε, επίσης, συναρπαστικά αδημοσίευτα στοιχεία που δείχνουν τα πρότυπα των ανωμαλιών κίνησης των ματιών για διάφορες ψυχιατρικές υποομάδες και όχι μόνο για τους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Ταπρότυπα αυτά μπορούν να αποτελέσουν διαγνωστικούς βιοδείκτες.
Το επόμενο πράγμα που πρέπει να κατανοήσουμε είναι πόσο έγκαιρα μπορούμε να ανιχνεύσουμε αυτές τις ανωμαλίες και να τις αξιολογήσουμε ως δείκτες της νόσου, ώστε να έχουμε την πιο έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση για διάφορες ψυχικές ασθένειες. Είμαστε επίσης έτοιμοι να δούμε εάν τα ευρήματά μας μπορούν να αναπτυχθούν για χρήση στην καθημερινή κλινική πρακτική».
Πηγή: healthpress.gr/ newsbeast
Ένας συνδυασμός από οφθαλμολογικές εξετάσεις που αναλύουν τις κινήσεις των ματιών, θα μπορούν να οδηγήσουν στον εντοπισμό των ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Biological Psychiatry.
Προηγούμενη μελέτη από ερευνητές στο
Binghamton University ανέφερε τουλάχιστον τρεις παρόμοιες μεθόδους ανάλυσης κίνησης των ματιών για τη διάγνωση της σχιζοφρένειας. Έπειτα, όμως, από παραμετροποίηση των μεθόδων οι ειδικοί ερευνητές κατέληξαν σε ένα τελικό μοντέλο, το οποίο αποδείχτηκε ότι ήταν 98,3% ακριβές στα πειράματα διάκρισης των περιπτώσεων σχιζοφρένειας, σε τυχαίο δείγμα πληθυσμού.
Οι συντάκτες της μελέτης Benson και Clair εξηγούν:
«Είναι γνωστό εδώ και πάνω από εκατό χρόνια ότι τα άτομα με ψυχωσικές νόσους παρουσιάζουν μια ποικιλία ανωμαλιών στην κίνηση του ματιού. Ωστόσο, μέχρι τη μελέτη μας- χρησιμοποιώντας μία νέα σειρά δοκιμασιών- κανείς δεν είχε σκεφτεί ότι αυτές οι ανωμαλίες στην κίνηση του ματιού θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιθανοί κλινικοί διαγνωστικοί βιοδείκτες».
Η σειρά των οφθαλμολογικών τεστ περιλαμβάνει έλεγχο του βλέμματος σε σταθερό στόχο, σε κινούμενο στόχο και σε
συνδυασμό των δύο. Τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν περιορισμένη ικανότητα να ακολουθούν βραδυκίνητα αντικείμενα σταθερά με τα μάτια τους. Η κίνηση των ματιών δεν συμβαδίζει με την τροχιά του κινούμενου αντικειμένου. Επιβραδύνει πίσω από αυτό, αλλά στη συνέχεια, με μια ταχεία κίνηση των ματιών, προσπαθεί να το «πιάσει».
Αυτό ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια της δοκιμής σε κινούμενο στόχο, όπου μια κινούμενη εικόνα παρουσιάστηκε στους συμμετέχοντες. Τα άτομα με σχιζοφρένεια εμφάνισαν ανώμαλες οπτικές αντιδράσεις στην προσπάθειά τους
να ακολουθήσουν το αντικείμενο με το βλέμμα τους, σε σύγκριση με τα υγιή άτομα.
Στη δεύτερη δοκιμή οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να κρατήσουν σταθερό βλέμμα σε ένα σταθερό αντικείμενο, κάτι που, όπως αποδείχτηκε, ήταν δύσκολο για τους ανθρώπους που έπασχαν από σχιζοφρένεια.
Μετά τα συμπεράσματα των δοκιμών, οι εμπειρογνώμονες χρησιμοποίησαν πολλές τεχνικές για να διαμορφώσουν το
τελικό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιώντας αλγόριθμους πέτυχαν να συνδυάσουν όλες τις εξετάσεις σε ένα συνδυαστικό οφθαλμολογικό τεστ που δίνει ακρίβεια 98,3%.
Οι συντάκτες της μελέτης σχολίασαν: «Είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε πόσο υψηλή ευαισθησία παρουσιάζει το μοντέλο
αυτό στη διάγνωση της σχιζοφρένειας. Θα είναι, επίσης, ενδιαφέρον να ερευνητές να διακρίνουν τους ανθρώπους με σχιζοφρένεια, από τους ανθρώπους που παρουσιάζουν άλλες ψυχιατρικές διαταραχές».
Και κατέληξαν: «Έχουμε, επίσης, συναρπαστικά αδημοσίευτα στοιχεία που δείχνουν τα πρότυπα των ανωμαλιών κίνησης των ματιών για διάφορες ψυχιατρικές υποομάδες και όχι μόνο για τους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Ταπρότυπα αυτά μπορούν να αποτελέσουν διαγνωστικούς βιοδείκτες.
Το επόμενο πράγμα που πρέπει να κατανοήσουμε είναι πόσο έγκαιρα μπορούμε να ανιχνεύσουμε αυτές τις ανωμαλίες και να τις αξιολογήσουμε ως δείκτες της νόσου, ώστε να έχουμε την πιο έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση για διάφορες ψυχικές ασθένειες. Είμαστε επίσης έτοιμοι να δούμε εάν τα ευρήματά μας μπορούν να αναπτυχθούν για χρήση στην καθημερινή κλινική πρακτική».
Πηγή: healthpress.gr/ newsbeast